Greek Meaning of mismanaged

Κακοδιαχειριζόμενο

Other Greek words related to Κακοδιαχειριζόμενο

Definitions and Meaning of mismanaged in English

mismanaged

to manage badly or improperly, to manage (something) wrongly or poorly

FAQs About the word mismanaged

Κακοδιαχειριζόμενο

to manage badly or improperly, to manage (something) wrongly or poorly

κακοποιημένος,κατεστραμμένος,κακοδιαχειριζόμενος,κακομεταχειρισμένο,μπερδεμένος,βλάβη,Κακοδιαχειριζόμενος,παραπλανημένος,κακοδιαχειρισμένο,κακοποιημένος

διοικείται,χειρίστηκε,διαχειρίζεται,κυβερνούσε,βοήθησε,φρόντιζε (για),βοήθησε,φειδωλός,προστατευμένο,περιποιημένος

misleared => εσφαλμένα πληροφορημένος, misleads => παραπλανά, misknowledge => Αμάθεια, misknowing => άγνοια, misknew => αγνοούσε,