Greek Meaning of nurtured

περιποιημένος

Other Greek words related to περιποιημένος

Definitions and Meaning of nurtured in English

Webster

nurtured (imp. & p. p.)

of Nurture

FAQs About the word nurtured

περιποιημένος

of Nurture

Καλλιεργούμενος,ενθάρρυνε,ενθαρρυνόμενος ,προαγόμενος,προηγμένος,υποστηρίζεται,προωθημένο,προώθησε,επωασμένο,θρεμμένος

απαγορευμένο,αποκλεισμένος,αποθαρρυμένος,επιβεβλημένο,απαγόρευσε,πολέμησε,απογοητευμένος,παρεμποδισμένος,ανασταλμένος,αντίθετο

nurture => θρέφω, nurturant => θρεπτικός, nurturance => φροντίδα, nurtural => θρεπτικός, nurstle => nurtle,