Greek Meaning of underwrote

ανέλαβε

Other Greek words related to ανέλαβε

Definitions and Meaning of underwrote in English

Webster

underwrote (imp.)

of Underwrite

FAQs About the word underwrote

ανέλαβε

of Underwrite

χρηματοδοτούμενα,χρηματοδοτούμενη,επιδοτούμενο,χρηματοδοτούμενο,κεφαλαίο,ενέκρινε,χαρισματικός,χορηγούμενο,ποντάρισε,υποστηριζόμενος

χρηματοδοτούμενο

underwritten => αναλαμβάνεται, underwriting => ανάληψη υπογραφής, underwriter => ασφαλιστής, underwrite => εγγυώμαι, underwrit => εγγράφω,