Greek Meaning of capitalized
κεφαλαίο
Other Greek words related to κεφαλαίο
- χρηματοδοτούμενα
- χρηματοδοτούμενη
- επιδοτούμενο
- χρηματοδοτούμενο
- ενέκρινε
- χαρισματικός
- χορηγούμενο
- ποντάρισε
- υποστηριζόμενος
- ανέλαβε
- απολογούσε
- βοήθησε
- με την υποστήριξη
- πρωταθλητής
- συν-χρηματοδοτούμενο
- συγχρηματοδοτούμενο
- εκπληρώθηκε
- εκφορτισμένος
- ποδομών
- βρώμα
- εγκεκριμένος
- εκκαθαρισμένος
- συντηρημένο
- θρεμμένος
- πληρωμένος
- πληρωμένος
- πληρωμένος
- προστατευμένος
- παρέχεται (για)
- άφησε
- αποζημιωμένος
- refinanced
- επιστράφηκαν
- εγκαταστημένος
- πήδησε (για)
- πήδηξε
- στάθηκε
Nearest Words of capitalized
- capitalize => αξιοποιώ
- capitalization => κεφαλαιοποίηση
- capitalistic => καπιταλιστικός
- capitalist economy => Καπιταλιστική οικονομία
- capitalist => Καπιταλιστής
- capitalism => καπιταλισμός
- capitalise => εκμεταλλεύομαι
- capitalisation => Κεφαλαία γράμματα
- capital stock => μετοχικό κεφάλαιο
- capital ship => Θωρηκτό
Definitions and Meaning of capitalized in English
capitalized (imp. & p. p.)
of Capitalize
FAQs About the word capitalized
κεφαλαίο
of Capitalize
χρηματοδοτούμενα,χρηματοδοτούμενη,επιδοτούμενο,χρηματοδοτούμενο,ενέκρινε,χαρισματικός,χορηγούμενο,ποντάρισε,υποστηριζόμενος,ανέλαβε
χρηματοδοτούμενο
capitalize => αξιοποιώ, capitalization => κεφαλαιοποίηση, capitalistic => καπιταλιστικός, capitalist economy => Καπιταλιστική οικονομία, capitalist => Καπιταλιστής,