Greek Meaning of cofinanced
συγχρηματοδοτούμενο
Other Greek words related to συγχρηματοδοτούμενο
- απολογούσε
- βοήθησε
- με την υποστήριξη
- κεφαλαίο
- πρωταθλητής
- ενέκρινε
- χρηματοδοτούμενα
- χρηματοδοτούμενη
- βρώμα
- εγκεκριμένος
- πληρωμένος
- προστατευμένος
- παρέχεται (για)
- refinanced
- χορηγούμενο
- επιδοτούμενο
- υποστηριζόμενος
- χρηματοδοτούμενο
- εκπληρώθηκε
- χαρισματικός
- εκκαθαρισμένος
- συντηρημένο
- θρεμμένος
- πληρωμένος
- πληρωμένος
- άφησε
- πήδησε (για)
- πήδηξε
- ποντάρισε
- στάθηκε
- ξεκαθαρισμένο
- εκφορτισμένος
- ποδομών
- παραιτούμαι
- αποζημιωμένος
- επιστράφηκαν
- εγκαταστημένος
- ανέλαβε
Nearest Words of cofinanced
Definitions and Meaning of cofinanced in English
cofinanced
to join one or more others in providing money or funds for (something)
FAQs About the word cofinanced
συγχρηματοδοτούμενο
to join one or more others in providing money or funds for (something)
απολογούσε,βοήθησε,με την υποστήριξη,κεφαλαίο,πρωταθλητής,ενέκρινε,χρηματοδοτούμενα,χρηματοδοτούμενη,βρώμα,εγκεκριμένος
χρηματοδοτούμενο
cofinance => Συνχρηματοδότηση, coffins => φέρετρα, coffers => ταμεία, coffer(s) => σεντούκι (σεντούκια), co-features => Συν-χαρακτηριστικά,