Greek Meaning of paid up
πληρωμένος
Other Greek words related to πληρωμένος
Nearest Words of paid up
Definitions and Meaning of paid up in English
paid up (s)
paid in advance
paid up
to pay what is due, to pay in full
FAQs About the word paid up
πληρωμένος
paid in advanceto pay what is due, to pay in full
συνάντησε,πληρωμένος,πληρωμένος,ισορροπημένος,ξεκαθαρισμένο,εκφορτισμένος,εκκαθαρισμένος,άφησε,εγκαταστημένος,πήδησε (για)
αποποιημένο
paid off => πληρωμένος, paid back => καταβλημένος, paid (up) => πληρωμένος (πάνω), paid (off or up) => πληρωμένο (στο σύνολό του ή μέχρι ένα σημείο), paid (for) => πληρωμένος (για),