Greek Meaning of pal (around)

φίλος (γύρω)

Other Greek words related to φίλος (γύρω)

Definitions and Meaning of pal (around) in English

pal (around)

to spend time with (someone) as a friend

FAQs About the word pal (around)

φίλος (γύρω)

to spend time with (someone) as a friend

συνεργάτης,ομόλογο,συνεργαστώ,εταιρεία,συνδέω,συνδέω,ενταχθούν,ανακατεύω,μίγμα,σχετίζεσθαι

αποφεύγω,αποφεύγω,αποξενώνω,χωρισμός,Ψυχρή ανταπόκριση,διασπείρω,αγνοώ,διαχωρίζω,χωρίζω,διαλύω

pairs => Ζεύγη, paints => Χρώματα, paintings => πίνακες ζωγραφικής, pains in the neck => πόνοι στον αυχένα, paid up => πληρωμένος,