Greek Meaning of ally
Σύμμαχος
Other Greek words related to Σύμμαχος
- οπαδός
- καλύτερο
- συνεργός
- βοηθός
- συνεργάτης
- υποστηρικτής
- σύντροφος στο κρεβάτι
- Συνεργάτης
- Συνάδελφος
- ομοσπονδιακός
- Εμπιστευτικός
- συνοδοιπόρος
- φίλος
- συνεργάτης
- συμπαθών
- αξεσουάρ
- Αξεσουάρ
- Συνεργός
- επιπρόσθετος
- φίλος
- φίλος
- βοηθός
- ομοσπονδία
- συνεργάτης
- σύντροφος
- Σύντροφος
- Ενσυναίσθηση
- γνώριμος
- συνάδελφος
- βοηθός
- φίλος
- Ευεργέτης
Nearest Words of ally
Definitions and Meaning of ally in English
ally (n)
a friendly nation
an associate who provides cooperation or assistance
ally (v)
become an ally or associate, as by a treaty or marriage
ally (v. t.)
To unite, or form a connection between, as between families by marriage, or between princes and states by treaty, league, or confederacy; -- often followed by to or with.
To connect or form a relation between by similitude, resemblance, friendship, or love.
ally (v.)
A relative; a kinsman.
One united to another by treaty or league; -- usually applied to sovereigns or states; a confederate.
Anything associated with another as a helper; an auxiliary.
Anything akin to another by structure, etc.
ally (n.)
See Alley, a marble or taw.
FAQs About the word ally
Σύμμαχος
a friendly nation, an associate who provides cooperation or assistance, become an ally or associate, as by a treaty or marriageTo unite, or form a connection be
οπαδός,καλύτερο,συνεργός,βοηθός,συνεργάτης,υποστηρικτής,σύντροφος στο κρεβάτι,Συνεργάτης,Συνάδελφος,ομοσπονδιακός
αντίπαλος,Κριτικός,εχθρός,εχθρός,Αντίπαλος,μειωτής
allwork => όλη τη δουλειά, allwhere => παντού, all-weather => παντός καιρού, all-victorious => παντοδύναμος, alluviums => αλλουβιακά εδάφη,