Greek Meaning of bedfellow
σύντροφος στο κρεβάτι
Other Greek words related to σύντροφος στο κρεβάτι
- Σύμμαχος
- οπαδός
- καλύτερο
- συνεργός
- Συνεργός
- βοηθός
- συνεργάτης
- υποστηρικτής
- Συνεργάτης
- Συνάδελφος
- ομοσπονδιακός
- Εμπιστευτικός
- συνοδοιπόρος
- φίλος
- συνεργάτης
- συμπαθών
- αξεσουάρ
- Αξεσουάρ
- επιπρόσθετος
- φίλος
- φίλος
- βοηθός
- ομοσπονδία
- συνεργάτης
- σύντροφος
- Σύντροφος
- φίλος
- Ενσυναίσθηση
- γνώριμος
- συνάδελφος
- βοηθός
- φίλος
- Ευεργέτης
Nearest Words of bedfellow
Definitions and Meaning of bedfellow in English
bedfellow (n)
a temporary associate
a person with whom you share a bed
bedfellow (n.)
One who lies with another in the same bed; a person who shares one's couch.
FAQs About the word bedfellow
σύντροφος στο κρεβάτι
a temporary associate, a person with whom you share a bedOne who lies with another in the same bed; a person who shares one's couch.
Σύμμαχος,οπαδός,καλύτερο,συνεργός,Συνεργός,βοηθός,συνεργάτης,υποστηρικτής,Συνεργάτης,Συνάδελφος
αντίπαλος,Κριτικός,εχθρός,εχθρός,Αντίπαλος,μειωτής
bedfast => καθηλωμένος στο κρεβάτι, bedewy => βεδουίνος, bedewing => Πρωινό δροσοσταλάγματα, bedewer => Μπέντιβέρ, bedewed => Ντυμένο με δροσιά,