Greek Meaning of bedeviling

βασανιστικός

Other Greek words related to βασανιστικός

Definitions and Meaning of bedeviling in English

Webster

bedeviling (p. pr. & vb. n.)

of Bedevil

FAQs About the word bedeviling

βασανιστικός

of Bedevil

Βασανιστικός,διώκτης,βασανίζει,βασανιστικός,επιτιθέμενος,επίμονος,Πολιορκώντας,ενοχλητικός,οδυνηρός,διογκωτικός

υποκίνηση,βοήθεια,βοήθεια,βοηθητικός,ανακούφιση,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,παράδοση,κατευναστικός,Απελευθέρωση

bedevil => βασανίζω, bedeswoman => καλόγρια, bedesman => Προσευχητής, beden => σώμα, bedelry => λύτρα,