FAQs About the word smarting

τσούξιμο

a kind of pain such as that caused by a wound or a burn or a soreof Smart

δάγκωμα,πικρός,απότομος,κοφτερός,καυτός,ζωηρός,Κοπή,διεισδυτικός,τρύπημα,Ωμός

ήπιος,ήπιος,κατευναστικός,χλιαρός

smarten up => νάσαι ξύπνιος, smarten => έξυπνος, smarted => έξυπνος, smarta => Σμάρτα, smart set => η υψηλή κοινωνία,