Greek Meaning of assisting

βοήθεια

Other Greek words related to βοήθεια

Definitions and Meaning of assisting in English

Webster

assisting (p. pr. & vb. n.)

of Assist

FAQs About the word assisting

βοήθεια

of Assist

βοήθεια,βοηθητικός,νουθετώντας,Νουθετητικός,προειδοποιητικός,ενδεικτικό,παρακολουθητικός,προειδοποιητικός,προειδοποίηση,συμβουλευτικός

除非,αποκλεισμός,περιοριστική,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ανασταλτικός,παρεμβατικός,εμποδίζοντας,αντίθετος

assistful => χρήσιμος, assister => βοηθός, assisted suicide => Υποβοηθούμενη αυτοκτονία, assisted => υποστηρίζεται, assistantly => βοηθητικά,