Greek Meaning of assisting
βοήθεια
Other Greek words related to βοήθεια
- 除非
- αποκλεισμός
- περιοριστική
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- ανασταλτικός
- παρεμβατικός
- εμποδίζοντας
- αντίθετος
- συγκρατημένος
- ματαιώνοντας
- απορίας άξιο
- αντίσταση
- εγκατάλειψη
- απογοητευτικός
- αποθαρρυντικός
- αποτυχημένος
- απορρόφηση
- απογοητευτικός
- αναπηρία
- απογοητεύω
- Καθυστερημένος
- συγκράτηση
- ενοχλητικός
- σαμποτάροντας
- επιζήμιος
- αποθαρρυντικός
- βλαβερός
- πονώντας
- βλαβερό
- καταπιεστικός
- αποπνικτικός
- Υποανάπτυξη
Nearest Words of assisting
Definitions and Meaning of assisting in English
assisting (p. pr. & vb. n.)
of Assist
FAQs About the word assisting
βοήθεια
of Assist
βοήθεια,βοηθητικός,νουθετώντας,Νουθετητικός,προειδοποιητικός,ενδεικτικό,παρακολουθητικός,προειδοποιητικός,προειδοποίηση,συμβουλευτικός
除非,αποκλεισμός,περιοριστική,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,εμποδίζοντας,ανασταλτικός,παρεμβατικός,εμποδίζοντας,αντίθετος
assistful => χρήσιμος, assister => βοηθός, assisted suicide => Υποβοηθούμενη αυτοκτονία, assisted => υποστηρίζεται, assistantly => βοηθητικά,