Greek Meaning of foiling
απορρόφηση
Other Greek words related to απορρόφηση
Nearest Words of foiling
Definitions and Meaning of foiling in English
foiling (n)
an act of hindering someone's plans or efforts
foiling (p. pr. & vb. n.)
of Foil
foiling (n.)
A foil.
The track of game (as deer) in the grass.
FAQs About the word foiling
απορρόφηση
an act of hindering someone's plans or effortsof Foil, A foil., The track of game (as deer) in the grass.
απορίας άξιο,αποκλεισμός,απογοητευτικός,άρνηση,εξουδετέρωση,ακυρώνει,ματαιώνοντας,αντίσταση,αποτρεπτικός,εμποδίζοντας
βοήθεια,βοήθεια,υποκίνηση,ενθαρρυντικός,διευκολυντικό,θρεπτικός,προώθηση,λείανση,χαλάρωση,προώθηση
foiler => εμποδιστής, foiled => αποτυγχάνω, foilable => Συντομή, foil => Φύλλο, foie gras => Φουά γκρα,