FAQs About the word hounding

καταδίωξη

of Hound, The act of one who hounds., The part of a mast below the hounds and above the deck.

καταδίωξη,καταδίωξη,ανίχνευση,ιχνηλάτηση,καταδίωξη,Περίπατος με το σκύλο,επόμενος,διώκων,αναζήτηση,σκιαγράφηση

Καθοδήγηση,κορυφαία,επικεφαλίδα,πλοήγηση

houndfish => Σκυλόψαρο, hounded => καταδιωκόμενος, hound dog => θηρευτικό σκυλί, hound => κυνηγόσκυλο, hoummos => Χούμους,