Greek Meaning of tracking
ιχνηλάτηση
Other Greek words related to ιχνηλάτηση
Nearest Words of tracking
- tracklayer => Ερπυστριοφόρος
- trackless => Αόρατος
- trackless trolley => Τρόλεϊ
- trackman => τροχονόμος
- trackmaster => Επιτηρητής γραμμής
- track-road => Σιδηροδρομική γραμμή-δρόμος
- trackscout => ανιχνευτής ραδών
- track-to-track seek time => Χρόνος αναζήτησης από τραγούδι σε τραγούδι
- trackwalker => σιδηροδρομικός επιθεωρητής
- trackway => σιδηρόδρομος
Definitions and Meaning of tracking in English
tracking (n)
the pursuit (of a person or animal) by following tracks or marks they left behind
tracking (p. pr. & vb. n.)
of Track
FAQs About the word tracking
ιχνηλάτηση
the pursuit (of a person or animal) by following tracks or marks they left behindof Track
καταδίωξη,ανίχνευση,καταδίωξη,καταδίωξη,Περίπατος με το σκύλο,επόμενος,καταδίωξη,διώκων,αναζήτηση,σκιαγράφηση
Καθοδήγηση,κορυφαία,επικεφαλίδα,πλοήγηση
tracker => ερπύστρια, tracked vehicle => Όχημα ερπυστριοφόρο, tracked => παρακολουθούνται, trackball => Ιστιοπλοΐα, trackage => η διπλή γραμμή,