Greek Meaning of bedewed

Ντυμένο με δροσιά

Other Greek words related to Ντυμένο με δροσιά

Definitions and Meaning of bedewed in English

Wordnet

bedewed (s)

wet with dew

Webster

bedewed (imp. & p. p.)

of Bedew

FAQs About the word bedewed

Ντυμένο με δροσιά

wet with dewof Bedew

Εξασθενημένος,υγρός,κοκκινισμένος,υγρός,ξεπλυμένο,πλυμένο,βρεγμένος,υγρός,λούστηκα,Μουσκέματος

αποξηραμένο,αφυδατωμένος,αποξηραμένος,ξερός,Καμένο,Τσιγαρισμένο,αφυγρανθέν

bedew => βρέχει, bedevilment => ταλαιπωρία, bedevilling => μπερδευτικός, bedevilled => ταλαιπωρημένος, bedeviling => βασανιστικός,