Greek Meaning of humidified
υγραμένος
Other Greek words related to υγραμένος
- λούστηκα
- Εξασθενημένος
- υγρός
- Μουσκέματος
- ψιχαλιστό
- ενυδατωμένος
- Θολό
- υγρός
- νιμένος
- ποτισμένος
- υγρικός
- βρεγμένος
- υγρός
- πασπαλισμένο
- διαβρεγμένος
- Ντυμένο με δροσιά
- αγκαθωτός
- κατακλύζω
- έβρεξε
- πνιγμένος
- πλημμυρισμένος
- κοκκινισμένος
- πλημμυρισμένος
- αρδευόμενη
- υπερχειλισμένος
- ξεπλυμένο
- κορεσμένος
- βρεγμένος
- βυθισμένος
- πλυμένο
- βρεγμένο
- βρεγμένος μέχρι το κόκαλο
- μουλιασμένος
- βυθισμένος
- μουλιασμένος
- υγρασία
- βουτηγμένο
- σκύβω
- πλυμένος
- μεθυσμένος
- εκπλύθηκε
- σάλτσα
- πιτσιλισμένος
- βουτηγμένος
- ενυδατωμένο
- Εμποτισμένο
Nearest Words of humidified
Definitions and Meaning of humidified in English
humidified
to make (as the air of a room) moister, to make humid
FAQs About the word humidified
υγραμένος
to make (as the air of a room) moister, to make humid
λούστηκα,Εξασθενημένος,υγρός,Μουσκέματος,ψιχαλιστό,ενυδατωμένος,Θολό,υγρός,νιμένος,ποτισμένος
αφυδατωμένος,αποξηραμένος,αποξηραμένο,εξατμισμένος,ξερός,Καμένο,Κατεψυγμένα αποξηραμένο,Τσιγαρισμένο,στίβω,αφυγρανθέν
humdingers => χάμντινγκερ, humbugs => Χαζομάρες, humbuggeries => μωρολογίες, humble pie => Ταπεινή πίτα, humanoids => ανθρωποειδή,