Greek Meaning of rehydrated
ενυδατωμένο
Other Greek words related to ενυδατωμένο
Nearest Words of rehydrated
Definitions and Meaning of rehydrated in English
rehydrated
to restore fluid to (something dehydrated), to restore body fluid lost in dehydration to
FAQs About the word rehydrated
ενυδατωμένο
to restore fluid to (something dehydrated), to restore body fluid lost in dehydration to
κοκκινισμένος,εμβαπτισμένος,αρδευόμενη,αναζωογονητικό,ξεπλυμένο,λούστηκα,βουτηγμένο,Μουσκέματος,βουτηγμένος,υγραμένος
αποξηραμένο,αφυδατωμένος,ξερός,αφυγρανθέν,αποξηραμένος,Καμένο,Τσιγαρισμένο
rehydrate => Ενυδατώνω, rehiring => Επανάληψη, rehires => επαναπροσλήψεις, rehired => επαναπροσλήφθηκε, reheating => επαναθέρμανση,