Greek Meaning of remoistened

Ξαναβρεγμένο

Other Greek words related to Ξαναβρεγμένο

Definitions and Meaning of remoistened in English

remoistened

to moisten (something) again

FAQs About the word remoistened

Ξαναβρεγμένο

to moisten (something) again

κοκκινισμένος,εμβαπτισμένος,αρδευόμενη,αναζωογονητικό,ενυδατωμένο,ξεπλυμένο,κορεσμένος,υγρός,λούστηκα,βουτηγμένο

αποξηραμένο,αφυδατωμένος,αποξηραμένος,ξερός,Καμένο,Τσιγαρισμένο,αφυγρανθέν

remoisten => υγράνω εκ νέου, remodels => ανακαινίσεις, remodeling => ανακαίνιση, remodeled => ανακαινισμένο, remnants => υπολείμματα,