Greek Meaning of immerged

βυθισμένος

Other Greek words related to βυθισμένος

Definitions and Meaning of immerged in English

Webster

immerged (imp. & p. p.)

of Immerge

FAQs About the word immerged

βυθισμένος

of Immerge

εμβαπτισμένος,βουτηγμένο,Μουσκέματος,βουτηγμένος,κοκκινισμένος,υγραμένος,αρδευόμενη,ξεπλυμένο,κορεσμένος,εκπλύθηκε

αποξηραμένο,αφυδατωμένος,αποξηραμένος,ξερός,Καμένο,Τσιγαρισμένο,αφυγρανθέν

immerge => βυθίζω, immensurate => ( δυσανάλογος ), immensurable => αμέτρητος, immensurability => Ασυμμετρία, immensive => καθηλωτικός,