Greek Meaning of immensely

εξαιρετικά

Other Greek words related to εξαιρετικά

Definitions and Meaning of immensely in English

Wordnet

immensely (r)

to an exceedingly great extent or degree

Webster

immensely (adv.)

In immense manner or degree.

FAQs About the word immensely

εξαιρετικά

to an exceedingly great extent or degreeIn immense manner or degree.

άσχημα,διάολε,κατάρατος,απελπισμένα,πολύ,μακριά,πολύ,πολύ,πολύ,απίστευτα

μικρός,Λίγο πολύ,μόνο,ονομαστικά,αμελητέο,μόλις,μόλις,περιθωριακός,πενιχρά,ελάχιστα

immense => τεράστιος, immemorially => ἀμνημόνευτα, immemorial => άναρχος, immemorable => Αξέχαστος, immelodious => δυσάρεστος,