Greek Meaning of desperately
απελπισμένα
Other Greek words related to απελπισμένα
- άσχημα
- διάολε
- κατάρατος
- Ειδικά
- πολύ
- μακριά
- άγρια
- πολύ
- πολύ
- πολύ
- απίστευτα
- έντονα
- τα περισσότερα
- πολύς
- πραγματικά
- σοβαρά
- σοβαρά
- έτσι
- τρομερά
- ότι
- επίσης
- πολύ
- άγρια
- πολύ
- απόλυτα
- παντοδύναμος
- πονηρά
- φρικτός
- τρομερά
- θηριώδης
- κόκαλο
- ολοκληρωτικά
- ράγισμα
- δαγκ
- θανατηφόρος
- βαθιά
- εξόχως
- τεράστια
- ολόκληρος
- ποτέ
- υπερβαίνων
- υπερβολικά
- εξαιρετικά
- επιπλέον
- θαυμάσια
- φανταστικά
- Βρόμικος
- τρομακτικά
- γεμάτος
- πολύ
- εξαιρετικά
- χαρούμενος
- πολύ
- ισχυρός
- τερατώδης
- θνησιμαία
- ιδιαίτερα
- περνώντας
- θετικά
- τρίζοντας
- πραγματικός
- αξιοσημείωτα
- βρυχιό
- σημαντικά
- πονεμένος
- πολύ
- ειδικά
- τέτοιος
- σούπερ
- εξαιρετικά
- Υπερβολικά
- διεξοδικά
- χτυπώντας
- ολοκληρωτικά
- σπάνια
- ολοκληρωτικά
- πολύ
- ζωτικά
- τρόπος
- κακός
- οδυνηρά
- τεράστια
- καλός και
- κυρίως
- άφθονα
- συνολικά
- καταπληκτικά
- αισθητά
- εκπληκτικά
- αστρονομικά
- σημαντικά
- Φελλός
- με διάκριση
- απολύτως
- υπερβολικά
- εκτενώς
- πλήρως
- μεγαλοπρεπώς
- αισθητά
- τεράστιος
- μνημειακά
- αξιοσημείωτα
- αισθητά
- ανήθικα
- φανερά
- ψηλαφητά
- προφανώς
- άφθονα
- βαθύτατα
- αποκλειστικά
- ριζικά
- δεξιά
- βρυχηθμού
- Ξύλο
- εκπληκτικά
- βρωμερός
- σημαντικά
- ασυνήθιστος
- ορατά
- εξολοκλήρου
- πολύ
- ξεκάθαρος
- με το γκάζι στο τέρμα
Nearest Words of desperately
Definitions and Meaning of desperately in English
desperately (r)
with great urgency
in intense despair
desperately (adv.)
In a desperate manner; without regard to danger or safety; recklessly; extremely; as, the troops fought desperately.
FAQs About the word desperately
απελπισμένα
with great urgency, in intense despairIn a desperate manner; without regard to danger or safety; recklessly; extremely; as, the troops fought desperately.
άσχημα,διάολε,κατάρατος,Ειδικά,πολύ,μακριά,άγρια,πολύ,πολύ,πολύ
μικρός,ονομαστικά,Λίγο πολύ,μόλις,μόλις,μόνο,περιθωριακός,σπάνια,αμελητέο,πενιχρά
desperate straits => Στενή κατάσταση, desperate measure => απελπισμένη μέθοδος, desperate criminal => Απελπισμένος εγκληματίας, desperate => απελπισμένος, desperadoes => desperados,