Greek Meaning of spanking

Ξύλο

Other Greek words related to Ξύλο

Definitions and Meaning of spanking in English

Wordnet

spanking (n)

the act of slapping on the buttocks

Wordnet

spanking (s)

quick and energetic

FAQs About the word spanking

Ξύλο

the act of slapping on the buttocks, quick and energetic

ενεργός,κινούμενη εικόνα,κινούμενη,ανάκαμψη,ζωηρός,Ενεργητικός,ομοφυλόφιλος,ζωηρός,παιχνιδιάρικο,Ευέλικτος

νεκρός,αδρανής,Αβίο,νωθρός,τεμπέλης,μολυβένιος,άψυχο,κουτσός,αδιάφορος,κουρασμένος

spanker => Σπινάκερ, spank => Ξύλο, spanish-speaking => ισπανόφωνος, spanish-american war => Ισπανοαμερικανικός πόλεμος, spanish war => Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος,