Greek Meaning of springy
ελαστικός
Other Greek words related to ελαστικός
Nearest Words of springy
Definitions and Meaning of springy in English
springy (s)
elastic; rebounds readily
(of movements) light and confidently active
FAQs About the word springy
ελαστικός
elastic; rebounds readily, (of movements) light and confidently active
Ελαστικό,ελαστικός,ευέλικτος,πλαστικό,ανθεκτικός,ελαστικός,Τέντωμα,ελαστικός,προσαρμοστικός,εύπλαστος
συμπαγής,στερεός,σκληρός,ανελαστικό,άκαμπτος,άκαμπτος,στερεός,άκαμπτος,εύθραυστος,Κροκαλένια
springtime => άνοιξη, springtide => Παλίρροια, springtail => Κολλέμβολα, spring-loaded => ελατηριωτός, springlike => ανοιξιάτικος,