FAQs About the word sprinkler

ποτιστήρι

mechanical device that attaches to a garden hose for watering lawn or garden

Ομίχλη,κατακρήμνιση,βροχόπτωση,ψιλόβροχο,ντούζ

κατακλυσμός,Καταρρακτώδης βροχή,καταιγίδα,Καταιγίδα,καταιγίδα,μουσώνας,Καταιγίδα

sprinkle => ράνω, springy => ελαστικός, springtime => άνοιξη, springtide => Παλίρροια, springtail => Κολλέμβολα,