Greek Meaning of fantastically

φανταστικά

Other Greek words related to φανταστικά

Definitions and Meaning of fantastically in English

Wordnet

fantastically (r)

exceedingly; extremely

Webster

fantastically (adv.)

In a fantastic manner.

FAQs About the word fantastically

φανταστικά

exceedingly; extremelyIn a fantastic manner.

άσχημα,διάολε,κατάρατος,απελπισμένα,πολύ,πολύ,απίστευτα,έντονα,πραγματικά,σοβαρά

μικρός,ονομαστικά,Λίγο πολύ,μόλις,μόλις,μόνο,περιθωριακός,ελάχιστα,αμελητέο,πενιχρά

fantasticality => φανταστικότητα, fantastical => Φανταστικός, fantastic => φανταστικός, fantast => ~ φανταστής ~, fantasm => φάντασμα,