Greek Meaning of fantasticality

φανταστικότητα

Other Greek words related to φανταστικότητα

Definitions and Meaning of fantasticality in English

Webster

fantasticality (n.)

Fantastically.

FAQs About the word fantasticality

φανταστικότητα

Fantastically.

παράξενος/η,τρελός,Φαντασιώδης,Άγρια,παράλογο,εξωφρενικός,αστείο,απίστευτος,τρελός,ανοησία

λογικός,ρεαλιστικός

fantastical => Φανταστικός, fantastic => φανταστικός, fantast => ~ φανταστής ~, fantasm => φάντασμα, fantasize => ονειρεύομαι,