Greek Meaning of nominally
ονομαστικά
Other Greek words related to ονομαστικά
- τρομερά
- ολοκληρωτικά
- σημαντικά
- ολόκληρος
- Ειδικά
- υπερβαίνων
- υπερβολικά
- εκτενώς
- επιπλέον
- πολύ
- μακριά
- πολύ
- πολύ
- πολύ
- ισχυρός
- θνησιμαία
- τα περισσότερα
- πολύς
- ιδιαίτερα
- αποκλειστικά
- πραγματικός
- δεξιά
- σημαντικά
- έτσι
- σημαντικά
- σούπερ
- τρομερά
- διεξοδικά
- επίσης
- ολοκληρωτικά
- ολοκληρωτικά
- πολύ
- κάτι
- αισθητά
- φρικτός
- θηριώδης
- θανατηφόρος
- εξόχως
- εξαιρετικά
- τρομακτικά
- γεμάτος
- χαρούμενος
- πολύ
- αισθητά
- τρίζοντας
- άφθονα
- με διάκριση
- γενναιόδωρα
- μεγαλοπρεπώς
- ωραία
- πολύ
- ελευθέρως
- ψηλαφητά
- άφθονα
Nearest Words of nominally
- nominalize => Αποδίδω σε όνομα
- nominalistic => ονομαστικός
- nominalist => ονοματικιστής
- nominalism => ονοματισμός
- nominal value => Ονομαστική αξία
- nominal phrase => Ονοματική φράση
- nominal head => Ονομαστικός επικεφαλής
- nominal damages => Ουσιαστικές ζημίες
- nominal aphasia => Ονομαστική αφασία
- nominal => ονομαστική
- nominate => ονομάζω
- nominated => υποψήφιος (ipopsisfios)
- nominately => ονομαστικά
- nominating => υποψηφιότητα
- nominating address => ομιλία πρότασης υποψηφιότητας
- nominating speech => λόγος υποψηφιότητας
- nomination => υποψηφιότητα
- nominatival => ονομαστική
- nominative => ονομαστική πτώση
- nominative case => ονομαστική
Definitions and Meaning of nominally in English
nominally (r)
in name only
nominally (adv.)
In a nominal manner; by name; in name only; not in reality.
FAQs About the word nominally
ονομαστικά
in name onlyIn a nominal manner; by name; in name only; not in reality.
ένα σ@#τ,μόνο,μικρός,αμελητέο,λίγο,μόλις,μόλις,περιθωριακός,πενιχρά,ελάχιστα
τρομερά,ολοκληρωτικά,σημαντικά,ολόκληρος,Ειδικά,υπερβαίνων,υπερβολικά,εκτενώς,επιπλέον,πολύ
nominalize => Αποδίδω σε όνομα, nominalistic => ονομαστικός, nominalist => ονοματικιστής, nominalism => ονοματισμός, nominal value => Ονομαστική αξία,