Greek Meaning of reigned (over)
βασίλεψε (πάνω)
Other Greek words related to βασίλεψε (πάνω)
- διοικείται
- υπαγορευμένο
- κυρίαρχος
- κυριάρχησε
- εξουσιάζω πάνω του
- διαχειρίζεται
- Κατέκτησε
- καταπιεσμένοι
- ρυθμιζόμενο
- τυραννικός
- πραγματοποιήθηκε
- κατακτημένος
- οδήγησε
- μικροδιαχειριζόμενο
- επιβλέπειν
- προεδρεύειν
- ήρεμος
- υποδουλωμένος
- επιβλεπόταν
- επιβλεπόμενη
- ελεγχόμενος
- Σκηνοθετημένο
- διοικείται
- επικεφαλής
- κυβερνούσε
Nearest Words of reigned (over)
Definitions and Meaning of reigned (over) in English
reigned (over)
No definition found for this word.
FAQs About the word reigned (over)
βασίλεψε (πάνω)
διοικείται,υπαγορευμένο,κυρίαρχος,κυριάρχησε,εξουσιάζω πάνω του,διαχειρίζεται,Κατέκτησε,καταπιεσμένοι,ρυθμιζόμενο,τυραννικός
No antonyms found.
reign (over) => κυριαρχεί (σε), rehydrating => ενυδατικό, rehydrated => ενυδατωμένο, rehydrate => Ενυδατώνω, rehiring => Επανάληψη,