Greek Meaning of governed

διοικείται

Other Greek words related to διοικείται

Definitions and Meaning of governed in English

Wordnet

governed (n)

the body of people who are citizens of a particular government

Webster

governed (imp. & p. p.)

of Govern

FAQs About the word governed

διοικείται

the body of people who are citizens of a particular governmentof Govern

επιλεγμένο,περιορισμένος,ελεγχόμενος,εμπόδισε,παρεμποδισμένος,συγκρατημένος,χαλιναγωγημένος,συγκρατημένος,εύκρατο,μέτριος

εγκαταλελειμμένος,ακραίος,εξάπλωση,Ωμός,φυγάς,απεριόριστος,χαλιναγώγητος,χωρίς ένδειξη,ανεξέλεγκτο,ανεξέλεγκτος

governante => Γκουβερνάντα, governance => Διακυβέρνηση, governal => κυβερνητικός, governail => πηδάλιο, governador valadares => Valadares κυβερνήτης,