Greek Meaning of directed

Σκηνοθετημένο

Other Greek words related to Σκηνοθετημένο

Definitions and Meaning of directed in English

Wordnet

directed (s)

(often used in combination) having a specified direction

manageable by a supervising agent

Webster

directed (imp. & p. p.)

of Direct

FAQs About the word directed

Σκηνοθετημένο

(often used in combination) having a specified direction, manageable by a supervising agentof Direct

φόρεσε,διοχετευμένος,διοχευμένο,πραγματοποιήθηκε,διοχετευμένος,διοχετευμένος,σωληνώσεων,καναλοποιημένοι,επικοινωνηθεί,μεταφέρθηκε

ακολούθησε,κράτησε,υπάκουσα,Παρατηρήθηκε,συμμορφώθηκε (με),νους

direct-coupled => Ενισχυτής με άμεση σύνδεση, direct-acting => άμεσης δράσης, direct trust => άμεση εμπιστοσύνη, direct transmission => άμεση μετάδοση, direct tide => Άμεση παλίρροια,