Greek Meaning of directed
Σκηνοθετημένο
Other Greek words related to Σκηνοθετημένο
Nearest Words of directed
- direct-coupled => Ενισχυτής με άμεση σύνδεση
- direct-acting => άμεσης δράσης
- direct trust => άμεση εμπιστοσύνη
- direct transmission => άμεση μετάδοση
- direct tide => Άμεση παλίρροια
- direct tax => Άμεσος φόρος
- direct supporting fire => Άμεσα πυρά υποστήριξης
- direct support => Άμεση υποστήριξη
- direct sum => άμεση πρόσθεση
- direct quotation => Άμεσο απόσπασμα
- directed study => κατευθυντική μελέτη
- directed verdict => κατευθυντική ετυμηγορία
- directer => σκηνοθέτης
- direct-grant school => Σχολείο με άμεση επιχορήγηση
- directing => σκηνοθεσία
- direction => κατεύθυνση
- direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης
- directional => διευθυντικό
- directional antenna => κατευθυντική κεραία
- directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας
Definitions and Meaning of directed in English
directed (s)
(often used in combination) having a specified direction
manageable by a supervising agent
directed (imp. & p. p.)
of Direct
FAQs About the word directed
Σκηνοθετημένο
(often used in combination) having a specified direction, manageable by a supervising agentof Direct
φόρεσε,διοχετευμένος,διοχευμένο,πραγματοποιήθηκε,διοχετευμένος,διοχετευμένος,σωληνώσεων,καναλοποιημένοι,επικοινωνηθεί,μεταφέρθηκε
ακολούθησε,κράτησε,υπάκουσα,Παρατηρήθηκε,συμμορφώθηκε (με),νους
direct-coupled => Ενισχυτής με άμεση σύνδεση, direct-acting => άμεσης δράσης, direct trust => άμεση εμπιστοσύνη, direct transmission => άμεση μετάδοση, direct tide => Άμεση παλίρροια,