Greek Meaning of complied (with)

συμμορφώθηκε (με)

Other Greek words related to συμμορφώθηκε (με)

Definitions and Meaning of complied (with) in English

complied (with)

No definition found for this word.

FAQs About the word complied (with)

συμμορφώθηκε (με)

ακολούθησε,υπάκουσα,τηρούσε (σε),σύμφωνο με,συνάντησε ,νους,Παρατηρήθηκε,τηρήθηκε,προσχωρώ (σε),συμφωνώ (με)

εξετάζω,τόλμησε,αψήφησε,Σκηνοθετημένο,ανυπάκουσε,οδήγησε,απορριφθείς,παρέλειψε,εξεγέρθηκε (ενάντια),απολυμένος

complied => συμμορφώθηκε, complicities => συνενοχή, complications => επιπλοκές, complicating => περίπλοκο, complicacy => Επιπλοκή,