Greek Meaning of complicating
περίπλοκο
Other Greek words related to περίπλοκο
Nearest Words of complicating
- complications => επιπλοκές
- complicities => συνενοχή
- complied => συμμορφώθηκε
- complied (with) => συμμορφώθηκε (με)
- complies (with) => συμμορφώνεται προς (με)
- complimentarily => Συμπληρωματικά
- complimented => επαινεμένος
- complimenting => κολακευτικό
- comply (with) => συμμορφώνω (με)
- complying => συμμορφούμενος
Definitions and Meaning of complicating in English
complicating
complex, intricate, involve, to make complex or difficult, conduplicate, to combine especially in an involved or inextricable manner, to cause to be more complex or severe, to make or become complex or difficult
FAQs About the word complicating
περίπλοκο
complex, intricate, involve, to make complex or difficult, conduplicate, to combine especially in an involved or inextricable manner, to cause to be more comple
πολυπλοκότητα,Σύνθετο,συγκεχυμένος,ντροπιαστικός,μπλεγμένος,εντατικοποίηση,μπερδεμένος,υπό ανάπτυξη,εκτεταμένος,επεκτεινόμενος
Κοπή,διευκολυντικό,συντόμευση,απλούστευση,εξορθολογισμός,χαλάρωση,ξετύλιγμα,σύντμηση,ξεμπέρδεμα,Υπεραπλούστευση
complicacy => Επιπλοκή, complicacies => επιπλοκές, compliances => Συμμορφώσεις, complexities => Πολυπλοκότητες, complexions => χρώματα επιδερμίδας,