Greek Meaning of directer

σκηνοθέτης

Other Greek words related to σκηνοθέτης

Definitions and Meaning of directer in English

Webster

directer (n.)

One who directs; a director.

FAQs About the word directer

σκηνοθέτης

One who directs; a director.

καναλοποιώ,μεταφέρω,κανάλι,διοχετεύειν,συμπεριφορά,Εστίαση,Χωνί,σωλήνας,ενοποίηση,μεταδίδω

συμμορφώνω (με),ακολουθήστε,κρατάω,μυαλό,υπακούω,παρατηρώ

directed verdict => κατευθυντική ετυμηγορία, directed study => κατευθυντική μελέτη, directed => Σκηνοθετημένο, direct-coupled => Ενισχυτής με άμεση σύνδεση, direct-acting => άμεσης δράσης,