FAQs About the word canalize

καναλοποιώ

provide (a city) with a canal

μεταφέρω,κανάλι,διοχετεύειν,συμπεριφορά,άμεσο,Χωνί,σωλήνας,μεταδίδω,Εστίαση,σιφόνι

No antonyms found.

canalization => Οχετοποίηση, canalise => διοχετεύω, canalisation => διώρυγα, canalis vertebralis => Σπονδυλικός σωλήνας, canalis inguinalis => βουβωνικός πόρος,