FAQs About the word channelize

διοχετεύειν

direct the course; determine the direction of travelling, make a channel for; provide with a channel, send from one person or place to another, cause to form a

καναλοποιώ,μεταφέρω,κανάλι,συμπεριφορά,άμεσο,Χωνί,σωλήνας,μεταδίδω,Εστίαση,σιφόνι

No antonyms found.

channelization => οριοθέτηση καναλιού, channelise => διοχετεύω, channelisation => διοχέτευση, channeling => διοχέτευση, channeled => διοχετευμένος,