Greek Meaning of channeling

διοχέτευση

Other Greek words related to διοχέτευση

Definitions and Meaning of channeling in English

Webster

channeling (p. pr. & vb. n.)

of Channel

Webster

channeling (n.)

The act or process of forming a channel or channels.

A channel or a system of channels; a groove.

FAQs About the word channeling

διοχέτευση

of Channel, The act or process of forming a channel or channels., A channel or a system of channels; a groove.

διοχέτευση,αγωγός,σκηνοθεσία,εστίαση,χοάνευση,Καναλοποίηση,σιφώνιο,άντληση,καναλικός<br>,συγκεντρώνοντας

No antonyms found.

channeled => διοχετευμένος, channel tunnel => Σήραγγα της Μάγχης, channel islands national park => Εθνικό πάρκο των Νησιών του Καναλιού, channel island => Βρετανικά νησιά, channel catfish => Γατόψαρο καναλιού,