Greek Meaning of conducting
αγωγός
Other Greek words related to αγωγός
- διαχείριση
- Ελεγχόμενος
- Κυβερνών
- χειρισμός
- διαχείριση
- λειτουργική
- την εποπτεία
- Ρυθμιστικό
- τρέξιμο
- κλιμάκωση
- διοικητικός
- συνεχίζοντας
- σκηνοθεσία
- Καθοδήγηση
- φύλαξη
- κορυφαία
- θέα
- υπεύθυνος
- προστατευτικός
- Διαχείριση
- επίβλεψη
- φροντίζον
- παρακολούθηση
- παρακολουθεί
- φροντίδα (για)
- συνσκηνοθεσία
- συνδιαχείριση
- φρούρηση
- Μικροδιαχείριση
- έχοντας υπόψη
- πλοήγηση
- προστασία
- σκηνοθεσία
- διεύθυνση
Nearest Words of conducting
- conducting wire => Ηλεκτρικό καλώδιο
- conduction => αγωγιμότητα
- conduction anaesthesia => Περιφερειακή αναισθησία
- conduction anesthesia => Οδηγική αναισθησία
- conduction aphasia => αγωγιμη αφασια
- conduction deafness => Αγωγιμός βαρηκοΐα
- conductive => αγώγιμο
- conductive hearing loss => Αγωγιμός απώλεια ακοής
- conductivity => αγωγιμότητα
- conductor => Μαέστρος
Definitions and Meaning of conducting in English
conducting (n)
the way of administering a business
the direction of an orchestra or choir
FAQs About the word conducting
αγωγός
the way of administering a business, the direction of an orchestra or choir
διαχείριση,Ελεγχόμενος,Κυβερνών,χειρισμός,διαχείριση,λειτουργική,την εποπτεία,Ρυθμιστικό,τρέξιμο,κλιμάκωση
Συμπεριφέρονται,συνεχίζοντας,κόψιμο,Κακός,κακή συμπεριφορά
conductance unit => Μονάδα αγωγιμότητας, conductance => αγωγιμότητα, conduct => συμπεριφορά, conducive => ευνοϊκός, conduce => Συντελείν,