Greek Meaning of conductor
Μαέστρος
Other Greek words related to Μαέστρος
Nearest Words of conductor
- conductivity => αγωγιμότητα
- conductive hearing loss => Αγωγιμός απώλεια ακοής
- conductive => αγώγιμο
- conduction deafness => Αγωγιμός βαρηκοΐα
- conduction aphasia => αγωγιμη αφασια
- conduction anesthesia => Οδηγική αναισθησία
- conduction anaesthesia => Περιφερειακή αναισθησία
- conduction => αγωγιμότητα
- conducting wire => Ηλεκτρικό καλώδιο
- conducting => αγωγός
Definitions and Meaning of conductor in English
conductor (n)
the person who leads a musical group
a substance that readily conducts e.g. electricity and heat
the person who collects fares on a public conveyance
a device designed to transmit electricity, heat, etc.
FAQs About the word conductor
Μαέστρος
the person who leads a musical group, a substance that readily conducts e.g. electricity and heat, the person who collects fares on a public conveyance, a devic
συνθέτης,σκηνοθέτης,ηγέτης,διευθυντής,Μουσικός,παραγωγός,Αρραγκιέρ,Συγγραφέας,διευθύντρια,επιχειρηματίας
ηθοποιός,καλλιτέχνης,οργανοπαίκτης,Μουσικός,καλλιτέχνης,παίκτης,ηθοποιός,καλλιτέχνης,ηθοποιός,ηθοποιός
conductivity => αγωγιμότητα, conductive hearing loss => Αγωγιμός απώλεια ακοής, conductive => αγώγιμο, conduction deafness => Αγωγιμός βαρηκοΐα, conduction aphasia => αγωγιμη αφασια,