Greek Meaning of directress
διευθύντρια
Other Greek words related to διευθύντρια
Nearest Words of directress
- directory => ευρετήριο
- director-stockholder relation => Σχέση διευθυντή-μετόχου
- directorship => Διοίκηση
- directories => καταλόγους
- directorial => Σκηνοθετικό
- directorate for inter-services intelligence => Διεύθυνση Διαϋπηρεσιακής Πληροφορίας
- directorate => Διεύθυνση
- director of research => διευθυντής έρευνας
- director of central intelligence => διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
- director => σκηνοθέτης
Definitions and Meaning of directress in English
directress (n.)
A woman who directs.
FAQs About the word directress
διευθύντρια
A woman who directs.
Μαέστρος,σκηνοθέτης,ηγέτης,διευθυντής,Συγγραφέας,συνθέτης,κεφάλι,επιχειρηματίας,Μελωδός,Μουσικός
ηθοποιός,καλλιτέχνης,οργανοπαίκτης,Μουσικός,καλλιτέχνης,παίκτης,ηθοποιός,καλλιτέχνης,ηθοποιός,ηθοποιός
directory => ευρετήριο, director-stockholder relation => Σχέση διευθυντή-μετόχου, directorship => Διοίκηση, directories => καταλόγους, directorial => Σκηνοθετικό,