Greek Meaning of direness

ανάγκη

Other Greek words related to ανάγκη

Definitions and Meaning of direness in English

Webster

direness (n.)

Terribleness; horror; woefulness.

FAQs About the word direness

ανάγκη

Terribleness; horror; woefulness.

άχαρος,απειλητικός,δυσοίωνος,ζοφερός,κακόβουλος,σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτείνιασμα,καταθλιπτικός,καταθλιπτικός,έρημος

καλοήθης,φωτεινό,ευνοϊκή,χρυσός,ελπιδοφόρος,ελπιδοφόρος,Ευχάριστος,ενθαρρυντικός,ευνοϊκός,Ευημερούσα

diremption => λύση, dirempt => διαλύω, direly => τρομερά, direfully => φοβερά, direful => φρικτός,