Greek Meaning of golden
χρυσός
Other Greek words related to χρυσός
- φωτεινό
- αισιόδοξος
- ελπιδοφόρος
- ροζ** (róz)
- Ευχάριστος
- ενθαρρυντικός
- δίκαιο
- ευνοϊκή
- καλός
- ενθαρρυντικός
- ελπιδοφόρος
- πιθανός
- θετικός
- ευνοϊκός
- Ροδόχρους
- Ροζ
- αισιόδοξο
- σίγουρος
- Μπίμις
- ανοδικός
- επευφημώντας
- ελπιδοφόρος
- σίγουρος
- αποφασιστικός
- αδιαμφισβήτητα
- καθησυχαστικός
- κατευναστικός
- σίγουρα
- διστακτικός
- άχαρος
- σκοτεινός, -ή, -ό
- καταθλιπτικός
- απελπισμένος
- αποθαρρυντικός
- καταθλιπτικό
- Θλιβερός
- μελαγχολικός
- απελπισμένος
- απαισιόδοξος
- απίθανο
- Κατηφής
- αποθαρρυντικός
- αμφίβολος
- ύφεση
- αμφίβολος
- γκρι
- γκρί
- ζοφερός
- δυσμενής
- αρνητικός
- αβέβαιος
- αποθαρρυντικός
- δυσμενής
- μη ελπιδοφόρος
- δυσμενής
- πτωτικός
- άχαρος
- κηδεία
- σκυθρωπός
Nearest Words of golden
- golden age => Χρυσή Εποχή
- golden ager => ηλικιωμένοι
- golden algae => Χρυσές άλγες
- golden aster => Χρυσή αστερία
- golden barrel cactus => Χρυσός κάκτος βαρέλι
- golden boy => χρυσό αγόρι
- golden buttons => Χρυσά κουμπιά
- golden calf => Χρυσό μοσχάρι
- golden calla => Χρυσός κάλας
- golden chain => χρυσή αλυσίδα
Definitions and Meaning of golden in English
golden (s)
having the deep slightly brownish color of gold
marked by peace and prosperity
made from or covered with gold
supremely favored
suggestive of gold
presaging or likely to bring good luck or a good outcome
golden (a.)
Made of gold; consisting of gold.
Having the color of gold; as, the golden grain.
Very precious; highly valuable; excellent; eminently auspicious; as, golden opinions.
FAQs About the word golden
χρυσός
having the deep slightly brownish color of gold, marked by peace and prosperity, made from or covered with gold, supremely favored, suggestive of gold, presagin
φωτεινό,αισιόδοξος,ελπιδοφόρος,ροζ** (róz),Ευχάριστος,ενθαρρυντικός,δίκαιο,ευνοϊκή,καλός,ενθαρρυντικός
άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,καταθλιπτικός,απελπισμένος,αποθαρρυντικός,καταθλιπτικό,Θλιβερός,μελαγχολικός,απελπισμένος,απαισιόδοξος
golde => Γκόλντι, goldcup => Gold Cup, gold-crowned kinglet => Χρυσοβασιλίσκος, goldcrest => Βασιλίσκος, gold-coloured => Χρυσαφί,