Greek Meaning of bullish

ανοδικός

Other Greek words related to ανοδικός

Definitions and Meaning of bullish in English

Wordnet

bullish (s)

expecting a rise in prices

Webster

bullish (a.)

Partaking of the nature of a bull, or a blunder.

FAQs About the word bullish

ανοδικός

expecting a rise in pricesPartaking of the nature of a bull, or a blunder.

σίγουρος,αποφασιστικός,ευνοϊκή,θετικός,σίγουρα,σίγουρος,Μπίμις,ελπιδοφόρος,αδιαμφισβήτητα,ευπεπτικός

άχαρος,σκοτεινός, -ή, -ό,καταθλιπτικός,απελπισμένος,αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,καταθλιπτικό,Θλιβερός,μελαγχολικός,απελπισμένος

bullirag => εκφοβισμός, bullionist => bullionist, bullion => Χρυσές ράβδοι, bullies => νταήδες, bullied => εκφοβισμένος,