Greek Meaning of unencouraging

αποθαρρυντικός

Other Greek words related to αποθαρρυντικός

Definitions and Meaning of unencouraging in English

Wordnet

unencouraging (s)

not encouraging

FAQs About the word unencouraging

αποθαρρυντικός

not encouraging

ανεπανόρθωτος,μη αναστρέψιμο,μη ελπιδοφόρος,αμετανόητος,αμετανόητος,αδιόρθωτος,ανίατος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος,ανεπανόρθωτος

θεραπεύσιμος,ενθαρρυντικός,ελπιδοφόρος,ανακτήσιμος,ανακτήσιμος,εξαργυρώσιμος,Μεταρρυθμιστικός,Επιδιορθώσιμο,ανακτήσιμος,αντιστρεπτός

unenclosed => ανοιχτός, unemployment rate => ποσοστό ανεργίας, unemployment line => Γραμμή ανεργίας, unemployment compensation => Επίδομα ανεργίας, unemployment => ανεργία,