FAQs About the word tending

φροντίζον

the work of providing treatment for or attending to someone or something, (usually followed by `to') naturally disposed towardof Tend

επικλινής,επιρρεπής,κατάλληλος,επιλέγω,προτιμώντας,πρόθυμος,διατεθειμένος,δεδομένος,υπεύθυνος,πιθανός

αποστροφή,αποκρουστικός,,απρόθυμος,απρόθυμος,αδιάθετος

tenderness => τρυφερότητα, tenderly => τρυφερά, tenderloin => φιλέτο, tenderling => Τρυφερός, tenderizer => Τενεριδοποιητής,