Greek Meaning of comanaging

συνδιαχείριση

Other Greek words related to συνδιαχείριση

Definitions and Meaning of comanaging in English

comanaging

to manage (someone or something) with one or more other people, to manage together

FAQs About the word comanaging

συνδιαχείριση

to manage (someone or something) with one or more other people, to manage together

συνσκηνοθεσία,προστατευτικός,φροντίδα (για),συνεχίζοντας,Ελεγχόμενος,φρούρηση,κορυφαία,διαχείριση,Μικροδιαχείριση,λειτουργική

No antonyms found.

comanager => Συνδιαχειριστής, comanagement => Συδιαχείριση, co-managed => Συνδιαχειριζόμενο, columns => στήλες, columnists => αρθρογράφοι,