Greek Meaning of supervising
κλιμάκωση
Other Greek words related to κλιμάκωση
- χειρισμός
- διαχείριση
- την εποπτεία
- διαχείριση
- κυρίαρχος
- επιτακτικός
- Ελεγχόμενος
- σκηνοθεσία
- Καθοδήγηση
- επικεφαλίδα
- παρακολούθηση
- θέα
- τρέξιμο
- διεύθυνση
- επίβλεψη
- παρακολουθεί
- Αυτός που αποφασίζει (για)
- Υπαγορεύει τη μελωδία (σε)
- καπετάνιος
- Κυβερνών
- υπεύθυνος
- quarterback
- ο κυβερνών
- Εποπτεύω
- κυρίαρχος
- βοσκός
- δείχνει
Nearest Words of supervising
- supervision => επίβλεψη
- supervisor => Επόπτης
- supervisor call instruction => Οδηγία για κλήση επόπτη
- supervisory => Εποπτικό
- supervisory program => Πρόγραμμα εποπτείας
- supervisory routine => εποπτική ρουτίνα
- supervisory software => Λογισμικό επίβλεψης
- supinate => υπτιασμός
- supination => Υπτιασμός
- supinator => υπτιαίος μυς
Definitions and Meaning of supervising in English
supervising (n)
management by overseeing the performance or operation of a person or group
FAQs About the word supervising
κλιμάκωση
management by overseeing the performance or operation of a person or group
χειρισμός,διαχείριση,την εποπτεία,διαχείριση,κυρίαρχος,επιτακτικός,Ελεγχόμενος,σκηνοθεσία,Καθοδήγηση,επικεφαλίδα
Εγκατάλειψη,λήθη,αγνοώντας,παραμελώ,αγνοώντας,διερχόμενος
supervised => επιβλεπόμενη, supervise => επιβλέπω, supervention => υπερίπταση, supervene upon => Επέρχομαι, supervene => επέρχομαι,