Greek Meaning of carrying
φέροντας
Other Greek words related to φέροντας
Nearest Words of carrying
Definitions and Meaning of carrying in English
carrying (p. pr. & vb. n.)
of Carry
carrying (n.)
The act or business of transporting from one place to another.
FAQs About the word carrying
φέροντας
of Carry, The act or business of transporting from one place to another.
φέρνοντας,πορθμός,μεταφορά,αποστολή,μεταφορικός,ρουλεμάν,,μεταφέροντας,παράδοση,κουβαλώντας
εξαιρουμένων,φεύγοντας (έξω),παραλείποντας,προληπτικός,απαγορευτικό,απαγόρευση,除非,αρνούμενος,εξαλείφοντας,εκτός από
carry-forward => μεταφορά, carrycot => Πορτ μπεμπέ, carryall => Τσάντα μεταφοράς, carry weight => Αντέχω βάρος, carry to term => Να φτάσει το όριο,