Greek Meaning of hauling
μεταφορά
Other Greek words related to μεταφορά
Nearest Words of hauling
Definitions and Meaning of hauling in English
hauling (n)
the activity of transporting goods by truck
hauling (p. pr. & vb. n.)
of Haul
FAQs About the word hauling
μεταφορά
the activity of transporting goods by truckof Haul
σέρνοντας,τράβηγμα,ρυμούλκηση,τράβηγμα,φέροντας,σχεδίαση,κουβαλώντας,ελκυστικός,μεταφέροντας,πορθμός
οδήγηση,ωθώντας,προωθητική,Σπρώχνω,ωθήση
haulier => μεταφορέας, hauler => μεταφορέας, hauled => τράβηξε, haulage => μεταφορά, haulabout => Χολαμπαούτ,