Greek Meaning of towing
ρυμούλκηση
Other Greek words related to ρυμούλκηση
Nearest Words of towing
Definitions and Meaning of towing in English
towing (p. pr. & vb. n.)
of Tow
FAQs About the word towing
ρυμούλκηση
of Tow
σέρνοντας,μεταφορά,τράβηγμα,σχεδίαση,κουβαλώντας,τράβηγμα,ελκυστικός,φέροντας,μεταφέροντας,πορθμός
οδήγηση,ωθώντας,προωθητική,Σπρώχνω,ωθήση
towilly => Ουίλι, towhee => τουήι, tow-headed snake => Οχιά, towheaded => Ξανθός, tow-head => Ξανθός,